Ένα ερώτημα το οποίο καλείται να απαντήσει όχι μόνο η Ελλάδα αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της είναι η σύνδεση της Πράσινης Ανάπτυξης με την ταυτόχρονη ανάπτυξη του εθνικού πλούτου και σε αυτό προσπαθεί να απαντήσει ο πρώην Υπουργός Ενέργειας Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Γ. Μανιάτης.
Το παραπάνω έχει αποδειχτεί σε πλήθος Ευρωπαϊκών χωρών, καθώς μεταξύ της τριακονταετίας 1990-2020 η αύξηση του ΑΕΠ της ΕΕ κατά 61% ακολουθήθηκε από τη μείωση των εκπομπών ρύπων κατά 23% με το μεγαλύτερο μέρος της να προέρχεται από την παραγωγή ενέργειας. Μάλιστα η Ευρώπη έχει δεσμευτεί να καταστεί η πρώτη ήπειρος που θα είναι κλιματικά ουδέτερη έως το 2050 με στόχο την μείωση των εκπομπών κατά 55%
Όσον αφορά στις εκπομπές παγκόσμιων αερίων ρύπων η ΕΕ συμμετέχει κατά 8-10% ενώ το ποσοστό της Ελλάδας ανέρχεται στο 0.25%. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε ότι στο διάστημα από 1990 έως το 2018 οι ελληνικές βιομηχανίες είχαν μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 29%, το οποίο είναι κατά 7% υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ (22%). Μάλιστα η χώρα μας θα λάβει από το Ταμείο Ανάκαμψης 32 δισ. ευρών εκ των οποίων περισσότερα από το 30% (12 δισ.) θα διατεθούν για την πράσινη ανάπτυξη.
Ένας σοβαρός κίνδυνος, ο οποίος αποσοβήθηκε άμεσα σε όλη την Ευρώπη, ήταν αυτός της μεταφοράς μέρους της εθνικής παραγωγής σε χώρες χωρίς το κόστος περιορισμού των εκπομπών άνθρακα, ιδιαίτερα λόγω της γεωγραφικής θέσης της χωράς. Και αυτό διότι, τα ευρωπαϊκά κράτη προχώρησαν στην εφαρμογή σχεδίων, τα οποία προστάτευσαν και προώθησαν τα εθνικά τους συμφέροντα με αντίστοιχες δράσεις υποστήριξης του ενεργειακού τους ισοζυγίου, διασφαλίζοντας για πολλές δεκαετίες στο παρελθόν και για κάποιες δεκαετίες στο μέλλον, σημαντικά έσοδα του προϋπολογισμού τους, από την αξιοποίηση των εθνικών τους κοιτασμάτων σε (ρυπογόνα) ορυκτά καύσιμα
Σύμφωνα με τον ΙΕΑ (2019), από το σημερινό ποσοστό 81% της συμμετοχής των ορυκτών καυσίμων στο παγκόσμιο ενεργειακό μίγμα, το 2040, σύμφωνα με τις επίσημες δεσμεύσεις των κυβερνήσεων (Stated Policies Scenario), η συμμετοχή αυτή θα πέσει μόλις στο 74%.
Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και Ελλάδα
Η πορεία της ανάπτυξης έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στην Ελλάδα από είναι εντυπωσιακή καθώς από τα 500 MW το 2004 καταγράφεται έως σήμερα συνολική εγκατεστημένη ισχύς που αγγίζει τα 6.5 GW, εκ των οποίων τα περισσότερα (σχεδόν 3.2 GW) εγκαταστάθηκαν την τετραετία 2010-2014.
Το παραπάνω έχει ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να καταλαμβάνει τη 5η θέση στην κορυφή της κατάταξης της ΕΕ όσον αφορά το ποσοστό των ΑΠΕ (δηλαδή των αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων) που συμβάλλουν στην ηλεκτροπαραγωγή.
Η τάση που κυριαρχεί στο ενεργειακό μείγμα της χώρας μας για τη στροφή σε έργα ΑΠΕ φαίνεται και από τις αιτήσεις που κατατέθηκαν πρόσφατα, δηλαδή το Δεκέμβριο του 2020, στη ΡΑΕ, οι οποίες ξεπερνούν τα 45 GW συνολικής ισχύος έως το 2030 ενώ βάσει του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ ο στόχος είναι τα 9 GW, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι θα έχουμε μία αρένα μεταξύ των εγχώριων και διεθνών εταιριών που δραστηριοποιούνται στο στίβο των ενεργειακών επενδύσεων.
Η Ελλάδα στο ενεργειακό σταυροδρόμι της ΕΕ
Αδιαμφισβήτητα η ΕΕ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό κατά την τελευταία δεκαετία από την εισαγωγή πετρελαϊκών προϊόντων και φυσικού αερίου σε ποσοστό 80%. Μάλιστα η ΕΕ φαίνεται ότι εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία, και προς τούτο η Γηραιά Ήπειρος προσπαθεί να βρει εναλλακτικούς ενεργειακούς δρόμους, οι περισσότεροι εκ των οποίων περνούν από τη χώρα μας αυξάνοντας έτσι τη στρατηγική της θέση και τη σημασία της.
Μελετώντας το χάρτη που ακολουθεί παρακάτω φαίνεται πως η Ελλάδα θα έχει τον πρώτο λόγο στο ενεργειακό γίγνεσθαι της Ανατολικής αλλά και του συνόλου της Ευρώπης και αυτό αποδεικνύεται και από τα έργα που έχουν χαρακτηριστεί από το 2013 ως έργα κοινού ενδιαφέροντος από τη ΕΕ (PCI).
Μπορεί το φυσικό αέριο να είναι ένα “καύσιμο-γέφυρα” για τη μετάβαση σε πιο “πράσινες” εναλλακτικές, γεγονός και το οποίο αποδεικνύεται και στην ελάχιστη μείωση από τα 3800 στα 3700 bcm σε παγκόσμια κλίμακα έως το 2050, ενώ στην Ευρώπη η μείωση θα είναι μεγαλύτερη (από τα 450 στα 200 bcm).
Εδώ λοιπόν η Ελλάδα έρχεται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο καθώς οι αγωγοί TAP, EastMed, IGB, IGI, οι υποδομές FSRU Αλεξανδρούπολης και η κατά 70% αναβάθμιση της Ρεβυθούσας, η υπόγεια αποθήκη φυσικού αερίου στην Καβάλα, η ηλεκτρική διασύνδεση Euro-Asia Interconnector που συνδέει Ισραήλ – Κύπρο – Αττική, αποτελούν κορυφαία έργα πανευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, τα οποία αναβαθμίζουν γεωπολιτικά τη χώρα και έχουν ενταχθεί από το 2013 σε χρηματοδοτικά σχήματα της ΕΕ. Οι υποδομές αυτές επιτρέπουν στην Ελλάδα να τροφοδοτήσει με έως 40bcm (περίπου το 10% της κατανάλωσης), όλη την Ε.Ε.
Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός της ύπαρξης πλήθους κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Αρκεί η απλή παρατήρηση της πληθώρας των κόκκινων στιγμάτων – στόχων υποψήφιων κοιτασμάτων στις περιοχές του Ιονίου και Νότια Κρήτης, για να αναδειχθεί η τεράστια εθνική σημασία που έχουν οι έρευνες των εθνικών κοιτασμάτων που δρομολογήθηκαν την περίοδο 2010 – 2014 και που σήμερα έχουν αποδώσει 12 συμβάσεις αξιοποίησης.
ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΤΕ
- Ακολουθήστε το ypodomes.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις για τις υποδομές στην Ελλάδα
- Δείτε την εταιρική μας σελίδα στο LinkedIn
- Εγγραφείτε στο Newsletter μας, για να λαμβάνετε κάθε εβδομάδα στο email σας τα δημοφιλή άρθρα μας