Νίκος
Καραγιάννης

Η αναγκαιότητα συνεργατικών κοινωνικών επιχειρηματικών σχημάτων που ονομάστηκαν ενεργειακές κοινότητες, πηγάζει από την πρωτεύουσα σημασία που έχει η ενέργεια για τη ζωή και το βιοτικό επίπεδο του ανθρώπου. Άλλωστε η ευημερία συμβαδίζει με τη βιώσιμη ενεργειακή επάρκεια.

Η χώρα μας με εξαίρεση το λιγνίτη βρέθηκε σε μειονεκτική θέση, αναφορικά με τα ορυκτά καύσιμα, που καθόρισαν την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη τους  τελευταίους δύο αιώνες.

Ωστόσο, η εποχή της ανοδικής ζήτησης των ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρισμού τελειώνει περίπου σε μια δεκαετία, ενώ όλες οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες του πλανήτη στρέφουν τις επενδύσεις τους προς την προώθηση εναλλακτικών μορφών ενέργειας. Ήδη για πρώτη φορά η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ξεπέρασε παγκοσμίως την αντίστοιχη παραγωγή ενέργειας από υδρογονάνθρακες. Είναι ως εκ τούτου προφανές ότι η ανθρωπότητα προσανατολίζεται μονιμότερα προς την αναζήτηση φθηνών εναλλακτικών και αντιρυπογόνων καυσίμων.

Η Ελλάδα εισήλθε την τελευταία δεκαετία ιστορικά στην βαθύτερη οικονομική ύφεση, κουβαλώντας ένα δυσβάστακτο βάρος ενεργειακής έντασης, κόστους και εξάρτησης. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία μέσα στην ύφεση καταναλώνει 25 εκ. τόνους ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ), ενέργεια που προέρχεται κατά 80% από ορυκτά καύσιμα, από τα οποία επίσης το 80% από εισαγωγές.

Επιπρόσθετα, οι κρισιμότεροι ενεργειακοί δείκτες κληρονομήθηκαν με αρνητικό πρόσημο. Πιο συγκεκριμένα, ο δείκτης ενεργειακής έντασης, ο οποίος αποτυπώνει την κατανάλωση ενέργειας σε σχέση με το ΑΕΠ, παρόλη την πρόσκαιρη βελτίωση την περίοδο 2011-2013 επιδεινώθηκε την περίοδο 2013-2015 επηρεάζοντας επιβαρυντικά τους δείκτες οικονομικού ενδιαφέροντος, δηλαδή το δείκτη ενεργειακού κόστους ως ποσοστό του ΑΕΠ (16,2% του ΑΕΠ σχεδόν διπλάσιο συγκριτικά με αυτό της Γερμανίας 8,5% του ΑΕΠ) και  ιδιαίτερα το δείκτη ενεργειακού κόστους ανά κάτοικο που ανέρχεται στο ποσό των 2.720 Ευρώ/Κάτοικο, δυσβάστακτο συγκρινόμενο με το 2.950 Ευρώ/Κάτοικο αντίστοιχο στην πολύ ποιο ενεργοβόρα Γερμανία με 3,87 toe /Κάτοικο (Ελλάδα 2,25 toe /Κάτοικο).

Μέσα σε αυτό το δυσχερέστατο ενεργειακό και οικονομικό περιβάλλον καλείται η χώρα μας να συμμετέχει αποτελεσματικά στις διαδικασίες της ενεργειακής μετάβασης προς την οικονομία χωρίς άνθρακα. 

Αυτή η υποχρέωση της Ελλάδας για ενεργειακή μετάβαση ταυτίζεται απόλυτα με τις δικές της ενεργειακές και οικονομικές ανάγκες για απεξάρτηση από τα ορυκτά και κυρίως εισαγόμενα καύσιμα, με σκοπό την σταδιακή βελτίωση όλων των παραπάνω υφιστάμενων αρνητικών ενεργειακών δεικτών. Και τούτο διότι  με εξαίρεση το λιγνίτη η χώρα δεν διαθέτει άλλες συμβατικές πηγές ενέργειας, παρά μόνο άφθονο δυναμικό σε ΑΠΕ. 

Κατά συνέπεια μπορεί να θέσει και να πετύχει φιλόδοξους στόχους αλλαγής του ενεργειακού μίγματος υπέρ των ΑΠΕ με ταυτόχρονο ριζικό περιορισμό της ενεργειακής κατανάλωσης τόσο μέσω της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, όσο και μέσω της ορθολογικής χρήσης ενέργειας. Όλα τα στοιχεία συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση, φτάνει η αναγκαιότητα αυτή της ενεργειακής μετάβασης να γίνει κτήμα όλων των πολιτών, επιχειρήσεων και φορέων.

Στο «Πλαίσιο πολιτικής για το κλίμα και την ενέργεια κατά την περίοδο από το 2020 έως το 2030»  της ΕΕ προτάθηκε τόσο ευρωπαϊκός στόχος μείωσης των ΕΑΘ κατά 40% σε σχέση με το 1990, όσο και στόχος διείσδυσης των ΑΠΕ κατά 27% σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τέλος, ο καθορισμός του στόχου για τον επιθυμητό βαθμό βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης έως το 2030 θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο επανεξέτασης της Οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση (Οδηγία 2012/27/ΕΕ).

Οι εθνικοί στόχοι αναφορικά με το ενεργειακό μείγμα:

– Για το 2020 ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ 15 TWh

– Για το 2030 ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ της τάξεως των 30 TWh (δηλαδή διπλάσια της παραγωγής από ΑΠΕ του 2020).

– Ο στόχος για εξοικονόμηση ενέργειας στο πλαίσιο του Άρθρου 7 της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ το 2030 1,5% εξοικονόμηση ενέργειας σε ετήσια βάση (δηλαδή 6000 ktoe σωρευτικής εξοικονόμησης ενέργειας η οποία ισοδυναμεί περίπου με 110 ktoe/έτος από 2021 έως το 2030).

Μέχρι και το 2015 όλοι οι στόχοι της κατανάλωσης και ενεργειακού μίγματος (ακόμη και οι περισσότεροι του 2020) υπερκαλύπτονται και με την συνεισφορά της οικονομικής ύφεσης που αναγκαστικά περιόρισε την συνολική ενεργειακή κατανάλωση. Αναμφισβήτητα στη μείωση της κατανάλωσης συνετέλεσε και η υψηλή φορολογία των ενεργειακών προϊόντων οδηγώντας το 2012 στην πρώτη ουσιαστική εμφάνιση της ‘ενεργειακής φτώχειας’ σαν αποτέλεσμα της εκτίναξης των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, της απότομης αύξησης της τιμής των καυσίμων αλλά και της έλλειψης ουσιαστικής ‘ενεργειακής συμπεριφοράς’ του κτιριακού αποθέματος, ειδικά στα επίπεδα των ασθενέστερων  κοινωνικών κατηγοριών. 

Οι δείκτες όμως ενεργειακής έντασης επιδεινώνονται κυρίως λόγω της μεγάλης απόκλισης από τις σχετικές προβλέψεις για υψηλότερο ΑΕΠ, γεγονός που συνιστά τροχοπέδη στην προσπάθεια για μετάβαση σε μια αποδοτικότερη αναπτυσσόμενη εθνική οικονομία.

Ωστόσο τα προηγούμενα έτη πραγματοποιήθηκαν σημαντικές προσπάθειες τόσο για την προώθηση των ΑΠΕ, όσο και για την βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης. Παρόλα τα λάθη, παραλήψεις και αστοχίες στον ενεργειακό σχεδιασμό, τα αποτελέσματα και κυρίως τα συμπεράσματα μέχρι τώρα μας προσφέρουν μια συνολικά θετική εμπειρία για ένα ορθολογικότερο και αποτελεσματικότερο νέο ενεργειακό σχεδιασμό.

Μπορούμε πλέον να προσεγγίσουμε ακριβέστερα το οικονομικό κόστος αλλά και τα προσδοκώμενα οφέλη από την ενεργειακή μετάβαση.

1. Επενδυτικό κόστος ΑΠΕ έως το έτος 2030

Κατασκευάστηκαν και λειτουργούν ως το τέλος του 2016 μονάδες ΑΠΕ με συνολική ισχύ περίπου 5.000 MW και συνολική ετήσια παραγωγή ΑΠΕ 10 TWh, με συνολικό κόστος σχετικών επενδύσεων περίπου 10 δίς ευρώ.

Για να επιτευχθούν οι στόχοι ως το 2030  (παραγωγή 30 TWh/ έτος) χρειαζόμαστε συσωρευτική συνολική ισχύ 15.000 MW, δηλαδή σταδιακά από 2017 ως το 2030 ΑΠΕ επιπρόσθετη ισχύ 10.000 MW, η 770 MW/ έτος, που με τις σημερινές διεθνής μεσοσταθμικές τιμές για το απαραίτητο μίγμα ΑΠΕ απαιτούνται πρόσθετα επενδυτικά κεφάλαια ύψους 15 δίς ευρώ. Συσωρευτικό επενδυτικό κόστος απαραίτητων μονάδων ΑΠΕ από 2010 έως το έτος 2030=25 δις ευρώ.

2. Κόστος αποζημίωσης ΑΠΕ έως το έτος 2030

Η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ έχει σημαντικό επιπρόσθετο κόστος σε σχέση με την ηλεκτρική ενέργεια από συμβατικές πηγές. Το κόστος αυτό συγκεντρώνεται στον ΕΛ κυρίως μέσου του  ΕΤΜΕΑΡ (Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων), κλπ. προορίζεται για την αποζημίωση των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και αποτελεί τη συνεισφορά όλων μας στη μείωση εκπομπών αερίων ρύπων μέσω προώθησης των ΑΠΕ.

Το κόστος αυτό το 2010 σταδιακά έφτασε να ανέρχεται συνολικά 1,6 δις ευρώ το έτος, εκ των οποίων μόνο τα 1,2 δις ευρώ αντιστοιχούν σε πρόσθετη αποζημίωση των παραγωγών ΑΠΕ. Οι υφιστάμενες ΑΠΕ κόστισαν έως σήμερα πρόσθετα συσωρευτικά  περίπου 6 δίς ευρώ, επειδή όμως θα λειτουργούν με ίδιες σταθερές τιμές συνολικά για 20 χρόνια, δηλαδή έως περίπου το 2030  προβλέπεται οι ίδιες να κοστίσουν έως το 2030  συσωρευτικά συνολικά 24 δις ευρώ.

Για να επιτευχθεί ο στόχος 2030 (συνολική ισχύ 15.000 MW) πρέπει να τίθενται σταδιακά  σε παραγωγή επιπρόσθετες μονάδες ΑΠΕ με ετήσιο ρυθμό 770 MW/έτος, που εκτιμάται ότι θα λάβουν πολύ χαμηλότερη  αποζημίωση συγκριτικά με τις υφιστάμενες, αλλά  συσωρευτικά περίπου 10 δίς ευρώ από σήμερα 2017 έως το 2030. Συνολικό συσσωρευτικό κόστος αποζημίωσης ΑΠΕ έως το έτος 2030=34 δις ευρώ

Παραμένει όμως ο υποχρεωτικός ελάχιστος στόχος εξοικονόμησης στο πλαίσιο του Άρθρου 7 της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ με κατάλληλα μέτρα για την περίοδο 2017-2020 με 228 ktoe/έτος (σωρευτικά 2.275 ktoe)=2651640 MWh/έτος και από 2020 μέχρι 2030 με 110 ktoe/έτος (σωρευτικά 6.000 ktoe)=1279300 MWh/έτος, τα οποία ως το 2030 ισούνται συσωρευτικά περίπου 23399560 MWh.

Μέχρι και το 2016 εκπληρώθηκε  ο εθνικός στόχος περιορισμού της κατανάλωσης  ενέργειας, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει η Οδηγία 2006/32/ΕΚ, ακόμη και στόχος του 2020 για 18.000 ktoe, χάρη κυρίως και της οικονομικής κρίσης και ύφεσης. Τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί για την επίτευξη των εθνικών ενεργειακών στόχων για το 2020 αφορούν κυρίως  επιπρόσθετες κανονιστικές παρεμβάσεις και σε ως ένα βαθμό έργα για εξοικονόμηση ενέργειας και βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης σε όλους τους τελικούς τομείς κατανάλωσης.

Τα απαραίτητα μέτρα και έργα που μπορούν να εξασφαλίσουν αυτόν το στόχο  σύμφωνα με συμπεράσματα από υφιστάμενα εθνικά  προγράμματα εξοικονόμησης προβλέπονται  να έχουν μεσοσταθμικό κόστος >1 ευρώ για κάθε 1 ΚWh/ έτος (=1.000 ευρώ/MWh)  που εξοικονομείται. (π.χ. κατοικίες, μέση ετήσια κατανάλωση 200 ΚWh/τ.μ./ έτος, μέγιστη επιδιωκόμενη εξοικονόμηση 50%= 100 ΚWh/τ.μ./ έτος, ελάχιστο αντίστοιχο κόστος έργων εξοικονόμησης >100 ευρώ/τ.μ., συνεπώς  κόστος 100 ευρώ/τ.μ. για εξοικονόμηση 100 ΚWh/τ.μ./έτος=1 ευρώ ανά ΚWh). 

Κατά συνέπεια το απαραίτητο συσσωρευτικό κόστος έργων επίτευξης των στόχων ως το 2030 θα ανέλθει σε 23399560 MWh x 1.000 ευρώ/MWh=23,4 δις ευρώ. Δηλαδή ταυτόχρονα το κόστος αυτό θα αποσβένεται σταδιακά από την αντίστοιχη ετήσια εξοικονόμηση, η οποία συσσωρευτικά από τώρα ως το 2032 θα αποσβεστεί πλήρως. 

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει αναμφίβολα ότι η χώρα μας έχει μπροστά της μια τεράστια πρόκληση. Μπορεί να φαίνεται ανυπέρβλητη, όμως ταυτόχρονα αποτελεί και ευκαιρία για ριζική μετάβαση σε μια  βιώσιμη οικονομία, ενεργειακά ανεξάρτητη και  φιλική προς το περιβάλλον. 

Όλα δείχνουν ότι το οικονομικό βάρος αντισταθμίζεται απόλυτα από τα προσδοκώμενα οφέλη, φτάνει αυτά , το κόστος και τα οφέλη να κατανεμηθούν δίκαια σε όλους τους πολίτες και να μην αποτελέσουν αφετηρίες αισχροκέρδειας. Για να γίνει κατανοητό το ενεργειακό και οικονομικό αντιστάθμισμα από την ενεργειακή μετάβαση φτάνει ένα παράδειγμα:                 

Κάθε 5 kWh ενέργειας που παράγονται από ΑΠΕ αντιστοιχούν σε 1 λίτρο υγρό καύσιμο. Ήδη η σημερινή συνολική ετήσια παραγωγή ΑΠΕ των 10 TWh αντιστοιχεί σε 2.000.000 ΤΙP (τόνος ισοδύναμου πετρελαίου), δυνητικά περιορίζει αντίστοιχα την εξάρτηση από εισαγωγές που ισοδυναμεί με ετήσια ελάφρυνση 1 δις ευρώ σε συναλλαγματικό κόστος εισαγωγής καυσίμων (500 euro ανά ΤΙΠ χωρίς φόρους, τέλη κ.λπ.)

Αυτόν ακριβώς  το σκοπό καλείται να υπηρετήσει ο νόμος για τις ενεργειακές κοινότητες. Να δώσει σε όλους τους πολίτες την ευκαιρία να μετατραπούν από παθητικούς καταναλωτές σε ενεργούς εταίρους στις πολυποίκιλες διαδικασίες παραγωγής και διαχείρισης της ενεργείας.  

Η ενεργειακή κοινότητα είναι αστικός συνεταιρισμός αποκλειστικού σκοπού με στόχο την προώθηση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και καινοτομίας στον ενεργειακό τομέα, την αντιμετώπιση της ενεργειακής ένδειας και την προαγωγή της ενεργειακής αειφορίας, την παραγωγή, αποθήκευση, ιδιοκατανάλωση, διανομή και προμήθεια ενέργειας καθώς και τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας στην τελική χρήση σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.

Συνεπώς οι ενεργειακές κοινότητες είναι ένα εξαιρετικό όχημα για την αποτελεσματική επιδίωξη οικονομικού οφέλους σε αρκετά κρίσιμες δραστηριότητες του ενεργειακού τομέα όπως είναι οι ΑΠΕ, οι ΣΗΘΥΑ, η ορθολογική χρήση ενέργειας, η ενεργειακή αποδοτικότητα, οι βιώσιμες μεταφορές, η διαχείριση της ζήτησης και της παραγωγής και η διανομή και προμήθεια ενέργειας σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΤΕ

  • Ακολουθήστε το ypodomes.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις για τις υποδομές στην Ελλάδα
  • Αν είστε επαγγελματίας του κλάδου, ακολουθήστε μας στο LinkedIn
  • Εγγραφείτε στο Ypodomes Web TV